φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
χαροειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαροειδή (βοτ.) παλαιότερη ονομασία κατηγορίας φυκών, η τάξη χαρώδη αρχ. εσφ. γρφ. τού χοροειδής … Dictionary of Greek
χαροφύκη — τα, Ν βοτ. ομάδα φυκών που αποτελούν, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, την κλάση τών χλωροφύτων, ενώ, σύμφωνα με άλλα συστήματα ταξινόμησης, αποτελούν ιδιαίτερη διαίρεση φυκών, τα χαρόφυτα ή χαρώδη φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… … Dictionary of Greek
χαρόφυτα — τα, Ν βοτ. ιδιαίτερη διαίρεση φυκών, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία περιλαμβάνει τα χαροφύκη ή χαρώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. νεολατ. charophyta < λατ. chara, είδος φυτού + φυτό] … Dictionary of Greek